χοντρ(ο)- — και χονδρ(ο) Ν α συνθετικό λ. τής Νέας Ελληνικής το οποίο ανάγεται στο επίθετο χοντρός / χονδρός και εμφανίζει τις ακόλουθες σημασίες, οι περισσότερες από τις οποίες απαντούν και στο επίθετο χοντρός: α) «παχύς, ευτραφής, μεγαλόσωμος, ογκώδης»… … Dictionary of Greek
αλέθω — (Μ ἀλέθω) 1. (για δημητριακά) μεταβάλλω σε αλεύρι, αλευροποιώ 2. (για οποιαδήποτε προϊόντα) μεταβάλλω σε σκόνη ή πολτό, κονιοποιώ, πολτοποιώ 3. τρώγω με βουλιμία, καταβροχθίζω, ροκανίζω 4. καρπώνομαι αθέμιτα οφέλη 5. νεοελλ. φρ. «αλέθει η γλώσσα… … Dictionary of Greek
μισ(ο)αλεσμένος — η, ο (για καρπούς και κυρίως δημητριακά) αυτός που δεν έχει αλεστεί καλά, χοντρ(ο)αλεσμένος … Dictionary of Greek
χονδρ(ο)- — Ν βλ. χοντρ(ο) … Dictionary of Greek
χονδρέμπορος — και χοντρέμπορος, ο, Ν έμπορος χονδρικής πώλησης. [ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο) * / χοντρ(ο) + έμπορος] … Dictionary of Greek
χονδροειδής — ές, Ν 1. άκομψος, αδρομερής, χοντροκαμωμένος («χονδροειδής κατασκευή») 2. (για πρόσ.) άξεστος, τραχύς, ανάγωγος 3. πάρα πολύ απρεπής, ανάρμοστος (α. «χονδροειδής συμπεριφορά» β. «χονδροειδές αστείο»). επίρρ... χονδροειδώς Ν 1. με άκομψο τρόπο 2.… … Dictionary of Greek
χονδροκοπής — Ν επίρρ. άκομψα, άγαρμπα. [ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο) /χοντρ(ο) * + κόπος (< κόπτω) + επιρρμ. κατάλ. ής, η οποία προέρχεται από τη γεν. εν. θηλ. ουσ. (πρβλ. μισοτιμ ής)] … Dictionary of Greek
χονδρολόγημα — το, Ν απρεπής, ανάρμοστος λόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο) /χοντρ(ο) * + λέγω (πρβλ. ευφυϊο λόγημα) Η λ., στον πληθ. χονδρολογήματα, μαρτυρείται από το 1896 στην εφημερίδα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
χονδρομέταξα — η, Ν χοντρό μετάξι. [ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο) /χοντρ(ο) * + μέταξα] … Dictionary of Greek
χονδρόκοκκος — και χοντρόκοκκος, η, ο, Ν αυτός που αποτελείται από χοντρούς κόκκους. [ΕΤΥΜΟΛ. < χονδρ(ο) / χοντρ(ο) * + κόκκος (πρβλ. σκληρό κοκκος)] … Dictionary of Greek